φυρομυαλίζω

φυρομυαλίζω
και φυρομυαλιάζω Ν [φυρόμυαλος]
αρχίζει να φυραίνει το μυαλό μου, να χάνω τις πνευματικές μου ικανότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυρομυαλίζω — φυρομυάλισα, και φυρομυαλιάζω φυρομυάλιασα, αμτβ., είμαι ή γίνομαι φυρόμυαλος, καταντώ να έχω λειψά τα μυαλά μου, κλουβιαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”